- εὐδόκησε
- εὐδοκέωto be well pleasedaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 … Dictionary of Greek
благоизволити — БЛАГОИЗВОЛ|ИТИ (19), Ю, ИТЬ гл. 1.Быть довольным: акы истиньнии свѣтильници и оучителѥ своими написании прѣложиша. и паче въ тѣхъ да бл҃гоизвоволѩть. [так!] (εὐδοκιμείτωσαν) КЕ XII, 49б. 2. Соизволить, соблаговолить: бл҃гоизволи превести мѩ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευδοκώ — ευδόκησα 1. περιβάλλω κάποιον με την αγάπη μου, υποστηρίζω. 2. δέχομαι με ευχαρίστηση κάτι: Δεν ευδόκησε να μας επισκεφτεί ο ξένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)